- άσιαχτος
- και άσιαστος και άσαστος, -η, -ο [σιάζω]1. αυτός που δεν έχει ισιώσει («άσιαχτη βέργα»)2. ο ασυγύριστος, ο ατακτοποίητος3. ο μισοτελειωμένος («άσιαχτο σπίτι»)4. αυτός που δεν έχει κατασκευαστεί ακόμη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άσιαχτος — άσιαχτος, η, ο και άσαχτος, η, ο ακατασκεύαστος, ατακτοποίητος, ασυγύριστος: Τα παράθυρα του σπιτιού ήταν ακόμη άσιαχτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)